Time Δευτ.- Παρασκ.: 06:00μμ - 09:00μμ

Λύκειον των Ελληνίδων Λαμίας
Time 22310-22582


«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου», καθότι σε κάποια παλαιότερη στιγμή η ίδια μέρα της Γεννήσεως του Χριστού συνέπιπτε και με την αρχή του νέου έτους. Μια βαθιά ριζωμένη προσήλωση του λαού στα πατροπαράδοτα έθιμα που επιζούν από την αρχαιότητα, αποδεικνύουν την ενότητα του έθνους μας, την άρρηκτη συνέχειά του από τότε μέχρι σήμερα, και αποτελούν το καθοριστικό στοιχείο που συνετέλεσε ώστε πολλές από τις παγανιστικές γιορτές των εθνικών που συνέπιπταν μάλιστα με τις τροπές του ηλίου να αντικατασταθούν ή καλύτερα να μετατραπούν σε χριστιανικές και να γιορτάζονται ως μεγάλες δεσποτικές γιορτές.

Έτσι, κατά τα μέσα του 4ου αιώνα, (το 354 μ. Χ.) η 25η Δεκεμβρίου που ήταν η γενέθλιος ημέρα του Μίθρα, του αήττητου θεού Ήλιου, ορίστηκε να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα, που είναι πλέον η γιορτή της Γεννήσεως του Χριστού και έκτοτε ο Χριστός είναι ο Ήλιος που δίνει το φως στον κόσμο. 
Με αφετηρία λοιπόν και τον έντονο συμβολισμό του χειμερινού ηλιοστασίου, όταν πλέον – μετά από την πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου – το φως αρχίζει να αυξάνεται και η μέρα να μεγαλώνει, η ελπίδα μιας νέας ζωής προετοιμάζεται στα σπλάχνα της γης, μετάβαση δηλαδή, από το χειμώνα στην άνοιξη, οι Δώδεκα μέρες ξεκινούν μέσα στη γέννηση αυτής ακριβώς της ελπίδας, κορυφώνονται με τη συμβολική ενηλικίωσή της διότι την 1η Ιανουαρίου η Εκκλησία τοποθετεί την περιτομή του Κυρίου, και ολοκληρώνονται με την επίσημη ευλογία – μύηση που σηματοδοτεί την έναρξη της θείας αποστολής με τη θεία βάπτιση και τα φώτα.



Όλα αυτά, λοιπόν, μαζί μ’ ένα πλήθος από τελετές γεμάτες σύμβολα, έθιμα και τραγούδια που επικαλούνταν την καλοτυχία και τη γονιμότητα, πέρασαν από την Ελληνορωμαϊκή εποχή στο Βυζάντιο για να καταλήξουν στη νεότερη Ελλάδα, σμίγοντας τον Παγανισμό με τη Χριστιανική λατρεία, επιβεβαιώνοντας από μια ακόμη πλευρά την αδιάσπαστη ιστορική  και πολιτισμική συνέχεια του Ελληνισμού, μεγάλη δυνατότητα του οποίου τελικά είναι αυτή η επιλογή των χρήσιμων και η διατήρησή τους ως μέρος της ιστορικής παράδοσης στις συνήθειες της ζωής και της  έκφρασης των ανθρώπων. Όμως η κοινωνία και η ζωή μέσα στο χρόνο, λόγω των συνθηκών άλλαζε, άλλοτε αργά και σταθερά μέσα στην εξέλιξη της καθημερινότητας κι άλλοτε βίαια από εξωτερικούς παράγοντες και καταστάσεις, όπως ο πόλεμος, η υποδούλωση, η προσφυγιά, η μετανάστευση, η αστυφιλία, αναγκάζοντας πολλούς να μεταφέρουν τα ήθη και έθιμά τους από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους σε άλλους τόπους για να τα συγκεράσουν με την εκεί ντόπια παράδοση, γεννώντας μια νέα συνέχεια που φτάνει ως τις μέρες μας.
Η ιδιαιτερότητα της κάθε περιοχής, αλλά και το σμίξιμο των ανθρώπων της στον τόπο μας, μας έδωσε την αφορμή να συναντηθούμε, να ανταλλάξουμε ιδέες και να διαμορφώσουμε από κοινού αυτή τη σημερινή γιορτή που αφιερώνεται στα: «Κάλαντα και τα δρώμενα από τα Επτάνησα, την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τη Στερεά Ελλάδα, συγκεκριμένα τη Φθιώτιδα».      

Τα Κάλαντα είναι τραγούδια ευχετικά, είναι εκείνη η χαρούμενη εξόρμηση των παιδιών, στις παραμονές των Μεγάλων Γιορτών που έβγαιναν στους δρόμους – και βγαίνουν – από το χάραμα χτυπώντας τα τρίγωνα και τα τύμπανα και τραγουδούν ευχές και παινέματα σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας μας με παραλλαγές πολλές φορές, αλλά πάντα αρχίζουν με την περιγραφή του θαυμαστού γεγονότος («Χριστός γεννάται σήμερον…», Άγιος Βασίλης έρχεται…», Σήμερον τα Φώτα και ο φωτισμός…») με την ευλογία της καλής αγγελίας να μας περισκεπάζει, συνήθως περιλαμβάνεται ο υπερβολικός έπαινος («Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καράβι ν’ αρματώσεις…) με το καλομελέτημα να φέρνει το τυχερό αποτέλεσμα και το μουσικό μέλος να ολοκληρώνει την τελετουργία, ώσπου στο τέλος όλα δένονται με το καλό φιλοδώρημα της νοικοκυράς που είναι πάντα μια εγγύηση για το φιλικό κοίταγμα της Τύχης.   

Μόλις προ ολίγου, στην αρχή της εκδήλωσης και σημάδι ότι αρχίζει το Δωδεκαήμερο, από την παραμονή των Χριστουγέννων δηλαδή μέχρι τα Θεοφάνεια, είδαμε τον ερχομό των Καλικαντζάρων πάνω στη γη. Οι Καλικάντζαροι, λεγόμενοι και παγανά, είναι ειδικά δαιμόνια, κακοφτιαγμένα και άταχτα, που τρέχουν σαν τρελοί, πειράζουν τους ανθρώπους, βρωμίζουν, κάνουν ζημιές και άλλες σκανταλιές, γιατί «τώρα μόνο βγήκαν από τη γης αποκάτω που ζούσαν όλο το χρόνο και πελεκούσαν με τα τσεκούρια, κατά τη λαϊκή παράδοση, να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης» και μόλις κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δέντρο και τότε χυμούν πάνω στη γη μέχρι τη Βάπτιση του Χριστού που αγιάζονται τα νερά και ξαναγυρίζουν στα έγκατα της γης. Ο λαός μας  με πλήθος μεθόδους, έθιμα και αποτρεπτικά σύμβολα, προσπαθεί να απομακρύνει από τα σπίτια του τους Καλικαντζάρους, με τη φωτιά, αλλά και με καλοπιάσματα, γλυκά και άλλα που αφήνουν στα κατώφλια.   

Δογματικώς, η Βάπτιση του Ιησού έχει μεγάλη σημασία γιατί συμβολίζει την παλιγγενεσία του ανθρώπου, κατά την αντίληψη του λαού είναι «μεγάλη γιορτή, θεότρομη», γιατί τότε αγιάζονται τα νερά και φεύγουν τα παγανά. Ο αγιασμός των υδάτων γίνεται κατ’ αρχάς την παραμονή των Θεοφανείων στην εκκλησία και λέγεται «πρωτάγιαση ή φώτιση. Ο ιερέας περιέχεται όλα τα σπίτια και ραντίζει μ’ ένα κλωνί βασιλικού όλους τους χώρους του σπιτιού. Την πρωτάγιαση τη ρίχνουν και στα κτήματα και στις βρύσες. Σε πολλά μέρη η νοικοκυρά χύνει αποβραδίς την παραμονή το νερό από τα λαγήνια για να πάρει το πρωί καινούργιο, αγιασμένο. Πολλοί φυλάνε τη στάχτη από την παραστιά και το πρωί, πριν πάνε στην εκκλησία τη ρίχνουν ολόγυρα στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού γιατί, όπως πιστεύουν έχει αποτρεπτική δύναμη και διώχνει μακριά κάθε κακό.
Ο Μεγάλος Αγιασμός τελείται την ημέρα των Θεοφανείων που γίνεται η κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα, στα ποτάμια λίμνες ή δεξαμενές με μεγάλη επισημότητα. Όταν ο ιερέας ρίξει το Σταυρό στο νερό, βουτηχτάδες ρίχνονται στα κρύα νερά και αγωνίζονται ποιος θα βρει και θα φέρει στην επιφάνεια το Σταυρό. Με την κατάδυση του Σταυρού η καθαρτική δύναμη που, κατά τη λαϊκή πίστη, έχει το νερό, ενισχύεται ακόμη περισσότερο. Σε πολλά παράλια μέρη οι κάτοικοι φέρνουν και τα γεωργικά εργαλεία και τα πλένουν με το θαλασσινό νερό. Αυτό θυμίζει τη γιορτή των «πλυντηρίων» στην αρχαία Αθήνα, οπότε οι Αθηναίοι μετέφεραν το άγαλμα της θεάς Αθηνάς σε πομπή στη θάλασσα του Φαλήρου και το έπλεναν. Και κατά τα Βυζαντινά χρόνια οι γυναίκες έπλεναν στα αγιασμένα νερά της θάλασσας και τις ιερές εικόνες, μικρά δείγματα της κληρονομιάς των εθίμων.

Λύκειον των Ελληνίδων Λαμίας
Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012
Ώρα 7.30  μ. μ.
Αφροδίτη Θεοδώρου